- λιγύφθογγος
- -η, -ο (Α λιγύφθογγος, -ον)αυτός που έχει καθαρή και διαπεραστική φωνή, λιγυρός (α. «λιγύφθογγοι ὄρνιθες», Βάκχ.β. «τού Παρνασσού λιγύφθογγον Σπήλαιον», Κάλβ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + φθόγγος].
Dictionary of Greek. 2013.